κιβδηλος

κιβδηλος
    κίβδηλος
    дор. κίβδᾱλος 2
    1) поддельный, фальшивый
    

(χρυσός Eur.; νόμισμα Xen.)

    2) фальсифицированный
    

κίβδηλόν τι Plat. какая-л. — подделка, фальсификация

    3) ненастоящий, обманчивый, ложный
    

(τιμαί Plat.)

    4) притворный, лицемерный
    

(θωπεύματα Plut.)

    5) плутовской, нечестный
    

(ἐπιτηδεύματα Plat.)

    6) недостоверный, двусмысленный, сомнительный
    

(χρησμός Her.)

    7) не внушающий доверия, ненадежный
    

(πόλις Dem.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κιβδηλος" в других словарях:

  • κίβδηλος — adulterated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • κίβδηλος — η, ο 1. νοθευμένος, κάλπικος, πλαστός: Έχει κίβδηλα χαρτονομίσματα. 2. δόλιος, ανειλικρινής: Πρόκειται για κίβδηλο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιβδηλότατον — κίβδηλος adulterated masc acc superl sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλως — κίβδηλος adulterated adverbial κίβδηλος adulterated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδηλοτάτην — κίβδηλος adulterated fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοιο — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοις — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοισι — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλου — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»